εὐκυκλής

εὐκυκλής
εὐκυκλής, ές, = sq.,
A

Ἀληθείη Parm.1.29

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐκυκλέος — εὐκυκλής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκυκλος — εὔκυκλος, ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, ές) ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. τής λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ. β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.) αρχ. αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. τής λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”